Dictionary of Greek. 2013.
πλατύοψις — και πλατόψις, όψεως, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει πλατιά όψη, πλατύ πρόσωπο, φαρδυπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ὄψις] … Dictionary of Greek